μεταιχμίῳ — μεταίχμιον between two armies neut dat sg μεταίχμιος between two armies masc/fem/neut dat sg μεταίχμιος between two armies neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταιχμίωι — μεταιχμίῳ , μεταίχμιον between two armies neut dat sg μεταιχμίῳ , μεταίχμιος between two armies masc/fem/neut dat sg μεταιχμίῳ , μεταίχμιος between two armies neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бывати — БЫВА|ТИ (>2000), Ю, ѤТЬ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Совершаться, происходить, случаться; исполняться, осуществляться: вьси събори и слоужьбы и праздьници и жьрьтвы. о чл҃вче сего дѣлѩ бываѫть да сѩ очистить чл҃вкъ отъ грѣхъ своихъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
Ευταξίας, Αθανάσιος — (Δαδί 1849 – Αθήνα 1931). Θεολόγος, πολιτικός και συγγραφέας. Βουλευτής Φθιώτιδας και Φωκίδας από το 1885, διορίστηκε επανειλημμένα υπουργός Παιδείας (1893, 1897, 1899), Οικονομικών (1902 και 1922) και Εθνικής Οικονομίας (1915). Διορίστηκε… … Dictionary of Greek